- αινολεχής
- αἰνολεχὴς (-οῡς), -ὲς (Α)ο αινόλεκτρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + -λεχὴς < λέχος «κλίνη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰνολεχής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέχος — λέχος, τὸ (Α) 1. ανάκλιντρο, κλίνη, κρεβάτι («Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤι», Ομ. Ιλ.) 2. συζυγική κλίνη και, κατ επέκταση, ο γάμος (α. «λέχος δ ᾔσχυνε», Ομ. Οδ. β. «ἰὼ λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες», Αισχύλ) 3. η σύζυγος («λέχος γαμήλιον», Αριστοφ.) 4.… … Dictionary of Greek